-
1 διόπτης
A looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα ! says Dicaeopolis in Ar.Ach. 435, holding up a ragged garment to the light.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόπτης
-
2 κατόπτης
2 one who visits or explores, κλιμάτων καὶ ἐθνῶν Vett. Val.330.15; one who contemplates,οὐρανοῦ Ph.
Bybl. ap. Eus.PE1.10.2 κατόπτας, ὁ, title of an officer in [dialect] Boeot. towns, IG7.303.21 ([place name] Oropus), 3172.140 ([place name] Orchomenus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόπτης
См. также в других словарях:
κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ … Dictionary of Greek